- βαρβαρισμούς
- βαρβαρισμόςuse of a foreign tonguemasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μιξοβάρβαρος — και μειξοβάρβαρος, η, ο (ΑΜ μιξοβάρβαρος, ον, Α και μειξοβάρβαρος, ον) μη γνήσιος Έλληνας, αυτός που είναι κατά το ένα ήμισυ βάρβαρος και κατά το άλλο ήμισυ Έλληνας νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η μιξοβάρβαρη (για την ελληνική γλώσσα) γλώσσα ανάμικτη… … Dictionary of Greek
υποβάρβαρος — ον, Μ αυτός που γράφει ή μιλάει κάπως με βαρβαρισμούς ή αυτός που λέγεται ή γράφεται με βαρβαρισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βάρβαρος] … Dictionary of Greek
διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… … Dictionary of Greek
φιλοβαρβαρίζω — Α χαίρομαι με τους βαρβαρισμούς, με τα γλωσσικά σφάλματα κατά την ομιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + βαρδαρίζω «μιλώ σαν βάρβαρος, κάνω γλωσσικά σφάλματα» (< βάρβαρος)] … Dictionary of Greek
χελιδών — όνος, η, ΝΜΑ, και τ. αρσ. χελιδών, ὁ, Α (λόγιος τ.) 1. το πουλί χελιδόνι 2. το τριγωνικό κενό στο κάτω και οπίσθιο μέρος τής οπλής τού αλόγου αρχ. 1. το μικρό τριγωνικό κενό στο οπίσθιο μέρος τού πέλματος τού σκύλου 2. η μικρή κοιλότητα πάνω από… … Dictionary of Greek
Βατάτζης, Βασίλειος — (Θεραπεία Κωνσταντινούπολης 1693 – ;). Λόγιος. Γνώριζε καλά την αραβική και την τουρκική. Ως εμπορευόμενος, ταξίδεψε σε πολλές χώρες και σχετίστηκε φιλικά με τον σάχη της Μπουχάρας Ναντίρ, που τον διόρισε πρεσβευτή της χώρας του στην Πετρούπολη.… … Dictionary of Greek
βαρβαρισμός — ο η με γραμματικά σφάλματα χρήση μιας γλώσσας: Ο λόγος του έχει τόσους βαρβαρισμούς που προδίδουν την ανύπαρκτη παιδεία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)